- οξύμετρο
- τοόργανο για τη μέτρηση της οξύτητας υγρών, αλλ. γράδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οξύμετρο — το χημ. 1. συσκευή που επιτρέπει τον προσδιορισμό τής ποσότητας ενός οξέος σε ένα διάλυμα καθώς και τον προσδιορισμό τής οξύτητας ορισμένων υγρών τροφίμων, όπως λ.χ. τού λαδιού, τού γάλακτος, τού κρασιού κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μέτρο. Ο όρος… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
οξυμέτρηση — η χημ. ο υπολογισμός με το οξύμετρο τής ποσότητας τών οξέων που περιέχονται στο ελαιόλαδο … Dictionary of Greek
οξόμετρο — το το οξύμετρο … Dictionary of Greek